- οψέ
- (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι)επίρρ. χρον.1. μετά από πολύ χρόνο, αργά2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυαρχ.(ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν2. «ὀψέ ποτε»(κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ».[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ- τού επιρρ. ὀψέ με επιρρμ. -ς- (πρβλ. ἄψ, λατ. ops-) οδηγεί στη σύνδεσή του με τις λατ. προθέσεις op, ob και το ελλ. ὀπί (βλ. λ. όπισθεν). Το -έ τού τ. ὀψέ παραμένει δυσερμήνευτο (όπως και το -ε τού επιρρ. τῆλε), ενώ ο αιολ. τ. ὄψι (πρβλ. ὕψι «ψηλά»)πρέπει να έχει προέλθει από τα σύνθ. με ὀψί- (πρβλ. οψιανθής, οψι-γενής, οψι-μαθής), στα οποία το -ι- είναι πιθ. αναλογικό προς το -ι- τών σύνθ. με ἀγχι-, ἠρι- (πρβλ. αγχί-νους, ηρι-γενής). Τέλος, το επίρρ. ὀψέ απαντά στα ανθρωπωνύμια Ὀψί-γονος, Ὄψιος, Ὄψιμος, Ὄψινος και πιθ. στο μυκηναϊκό opisijo = Ὄψιος.ΠΑΡ. όψιμος, όψιοςαρχ.οψίχααρχ.-μσν.οψίζω, οψινός.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) οψιανθής, οψίγαμος, οψιγενής, οψίγονος, οψιμαθής, οψιφανήςαρχ.οψαμάτης, οψαρότης, οψημέρα, οψιβλαστής, οψίβλαστος, οψιγέννητος, οψίκαρπος, οψικέλευθος, οψίκλωψ, οψίκοιτος, οψίμοθος, οψίμορος, οψίνους, οψιπέδων, οψίσπορος, οψίτεκνος, οψιτέλεστος, οψίτευκτος, οψιτόκος, οψίτομος, οψίτυχος, οψιφόρος, οψίφυγοςμσν.οψιγένεθλοςμσν.- νεοελλ.οψίπλουτοςνεοελλ.οψέποτε. (Β' συνθετικό) αποψέ / απόψεαρχ.κατοψέ].
Dictionary of Greek. 2013.